Το τέλος των νεόπλουτων – Η αρχή ενός άλλου πλούτου;

Εξηγεί γιατί άλλαξε τον τίτλο ο Παύλος

Το κείμενο του Κοσμά Βίδου στο ΒΗΜΑ έχει τίτλο μόνο το πρώτο μέρος του τίτλου που διάλεξα εγώ: «Το τέλος των νεόπλουτων». Όμως με βάση τις τελευταίες γραμμές του κειμένου του, μου φάνηκε άδικο να εστιάζεται η αναγγελία του κειμένου μόνο στο μέρος που αφορά τους (πάλαι ποτέ) νεόπλουτους. Και όχι και σε ένα άλλο είδος «πλούτου» που αγωνιά να συσσωρευθεί, σε μια νέα «πρωταρχική συσσώρευση», όπως θα έλεγε και ο Μαρξ…

Το κείμενο του Κ. Βίδου:

«Γνώριζα ένα ζευγάρι που καπάρωνε ξαπλώστρες, σε κοσμική παραλία της Μυκόνου, δυο-τρεις μήνες πριν από τις διακοπές του. «Για να προφτάσουμε τις μπροστινές, που εξαντλούνται γρήγορα» μου είχαν εξηγήσει. Δεν θυμάμαι το ακριβές αντίτιμο που κατέβαλαν για δύο εβδομάδες παρά θίν’ αλός, ήταν όμως υπολογίσιμο. Το κατέθετε στην τράπεζα ο σύζυγος. Τον είχα συναντήσει εκεί μια φορά, εκνευρισμένο, επειδή «ενώ είχα ζητήσει να μου κρατήσουν τις δύο ακρινές, κοντά στο μπαρ, χθες ειδοποίησαν ότι τις έχει κλείσει άλλος. Θα τους έδωσε μίζα και…». «Μίζα για τις ξαπλώστρες;». «Παίζονται χοντρά παιχνίδια» με είχε κοιτάξει με νόημα.

Τον θυμήθηκα τις προάλλες. Στην ίδια τράπεζα βρισκόμουν την ημέρα κατά την οποία ο Ταγίπ Ερντογάν προέτρεπε τους Τούρκους να μη γίνουν σαν τους Ελληνες που ζητούν ελεημοσύνη. Περίμενα τη σειρά μου μπροστά στο ταμείο και, ακούγοντας από τα ακουστικά του κινητού μου, στο ραδιόφωνο, τις (ενοχλητικές) δηλώσεις του πρωθυπουργού της Τουρκίας, σχεδίαζα με τη φαντασία μου τον οδυνηρό θάνατό του.

Κρυφακούγοντας την ίδια στιγμή, με τη βιονική ακοή μου τη μεσήλικη κυρία που στεκόταν μπροστά μου, να ζητάει από την ταμία: «Δείτε πόσα έχω στο βιβλιάριο και πληρώστε αυτή τη ΔΕΗ». Η ταμίας κοίταξε το βιβλιάριο, κοίταξε και τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος και, εμφανώς αμήχανη, απάντησε χαμηλώνοντας τη φωνή: «Τα χρήματα που έχετε στην κατάθεσή σας δεν επαρκούν. Υπολείπονται 8 ευρώ». «Δεν έχω άλλα, ό,τι βλέπεις». Αυτό το «δεν έχω» έσκασε στο κεφάλι μου σαν τον αστεροειδή 1999 RQ36, εκείνον που οι ειδικοί λένε ότι έχει αποκλίνει της πορείας του και μπορεί το 2135 να συγκρουστεί με τη Γη. Ξέχασα τον Ερντογάν και την Εμινέ με τις μαντίλες της. Στα μάτια μου ήρθαν εικόνες ασπρόμαυρες: γυναίκες θλιμμένες, σκαρφαλωμένες στα ερείπια των χορταριασμένων σπιτιών τους, καθισμένες σε εκείνα τα ανοιγοκλειόμενα σκαμνιά που έπαιρναν κάποτε στην εκκλησία, με σκελετωμένα σκυλιά στα πόδια τους, με γλάστρες γεμάτες μαραμένα λουλούδια, με την ατμόσφαιρα να μυρίζει εγκατάλειψη. Νεορεαλισμός.

Σκέφτηκα ότι τέτοιες εικόνες, του ταλαιπωρημένου παρελθόντος της χώρας, που τις απαθανάτισαν κορυφαίοι φωτογράφοι, ζωντανεύουν ξανά με πρωταγωνιστές εμάς. Μπορεί σε κάποια να εμφανιστεί και το ζεύγος με τις ξαπλώστρες. Είχα μάθει ότι, θύμα και εκείνο της κρίσης και της κατάχρησης που έκανε όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορεί πια να δραπετεύσει στα κοσμικά ακρογιάλια. Ο σύζυγος, μάλιστα, πέρασε μερικές ημέρες στη στενή για χρέη. Τους φαντάστηκα παρηκμασμένους, με μαγιό φτηνά, ξαπλωμένους σε κάτι παραλίες που θυμίζουν Ασπρόπυργο και Ελευσίνα, με τη θάλασσα να έχει χρώμα ύποπτο, μυρωδιά ακόμη πιο ύποπτη και με ένα σαπισμένο τάνκερ, γερμένο στο πλάι, να ξερνάει τη σκουριά του μερικά μέτρα πιο πέρα. Το είχα από παιδί αυτό: με τα ερεθίσματα που μου έδιναν όσα συνέβαιναν γύρω μου έφτιαχνα εικόνες. Ποτέ, όμως, μέχρι σήμερα οι εικόνες μου δεν ήταν τόσο καταθλιπτικές. Τρία-τέσσερα χρόνια πριν, θα έγραφα ένα αστείο κομμάτι για τους αρχοντοχωριάτες, θα τους μετέτρεπα σε καρικατούρες και θα γελούσα. Τώρα, λυπάμαι για όσα τούς βρήκαν. Προσπαθώ ξανά να τους φέρω στο μυαλό μου, με όλες τις ακρότητές τους, αλλά και πάλι δεν βγαίνει γέλιο. Ολο και πιο δύσκολα έρχεται και στα δικά μου χείλη. Φταίει το ανέλπιδο που μου έχουν φορέσει, δεν αντέχεται…

Πάντως, εκείνος που ισχυρίστηκε ότι τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία έλεγε βλακείες. Η κυρία μπροστά μου θα ήταν ευτυχής αν ο τραπεζικός λογαριασμός της επαρκούσε για τη ΔΕΗ. Και οι… ξαπλωστράνθρωποι θα ήταν ευτυχισμένοι αν μπορούσαν να κάνουν ξανά μπάνιο στη Μύκονο, δίπλα, ας πούμε, στη Νάντια Μπουλέ. Τώρα μπορούν μόνο να τη βλέπουν στις επαναλήψεις του «Black Οut» – αυτό κι αν δεν αντέχεται. Πολλοί θα πουν «καλά να πάθουν». Και εγώ ήμουν έτοιμος να το πω. Ομως, μέσα στο εθνικό μπλακάουτ, επιλέγω συνειδητά να μην κατακρίνω ούτε εκείνους που τα ήθελε ο κώλος τους: συνέταιροι είμαστε όλοι, όχι στην τρέλα του τραγουδιού, αλλά στη θλίψη των μνημονίων. «Κύριε, θα προχωρήσετε;» μια φωνή με συνέφερε από το δικό μου μπλακάουτ. Ηταν η σειρά μου. Η κυρία έφευγε χιλιοευχαριστώντας την ταμία, η οποία, όσο εγώ «ζωγράφιζα» με τη φαντασία μου τη θλίψη, έκανε κάτι καλύτερο: άνοιξε το πορτοφόλι της, έβγαλε οκτώ ευρώ και τα συμπλήρωσε στον ισχνό λογαριασμό της πελάτισσας ώστε να πληρωθεί η ΔΕΗ, «για να μην πηγαινοέρχεστε χωρίς λόγο». Βγαίνοντας από την τράπεζα, θυμήθηκα κάτι στίχους του Λειβαδίτη: «Α, ζήσαμε μεγάλα χρόνια, όμως πράγματα ασήμαντα μας πέθαναν / και αυτό το ωραίο όνειρο μας πήγε τόσο μακριά που δεν ξαναβρήκαμε τον δρόμο». Σκέφτηκα ότι τελικά τον δρόμο τον δείχνουν οι άνθρωποι, εκείνοι που αντί να κατακρίνουν βοηθάνε. Εστω με 8 ευρώ, τα 8 ευρώ της χαμογελαστής κοπέλας του ταμείου. Εστω προσφέροντας δίπλα τους μια θέση στην άμμο – γιατί για ξαπλώστρα δεν μας περισσεύουν…»

……………………………………………………………………………………………………………………………………..

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(πηγή: http://kourdistoportocali.com/articles/11903.htm)

Έκλεισε το κατάστημα «Carouzos» στο Νέο Ψυχικό>
Εδώ όπου οι νεόπλουτοι πασόκοι εγκατέλειπαν τα αμπέχωνα για τα Prada!

Το κατάστημα «Carouzos» του Νέου Ψυχικού, σύμβολο της κοινωνικής ανόδου των πασόκων αλλά και των νεοδημοκρατών στη συνέχεια, ανήκει στο παρελθόν.

Εδώ όπου οι ξυπόλητοι μουτζαχεντίν πασόκοι εγκατέλειπαν τα αμπέχωνα για να φορέσουν Prada, Salvatore Ferragamo, Fashionable, Henri Cottons, Ermenegildo Zegna. Ψωνίζοντας από τον «Carouzos» ένιωθαν τρέντυδες, πετυχημένοι και έτοιμοι να κάνουν πράξη το σοσιαλιστικό όραμα. Περήφανοι πασόκοι, όπως ο Τσοχατζόπουλος έκαναν εδώ για δεκαετίες ολόκληρες καταθέσεις ψυχής, ενώ τα ωραία κορίτσια των υπουργικών γραφείων τσίριζαν από ευτυχία καθώς βουνά από τσάντες με τη φίρμα του καταστήματος έφταναν στα πόδια τους δώρα των πολιτικών τους προισταμένων. Πολιτικοί έρωτες και πάθη αναζωπυρώθηκαν χάρη στην αλυσίδα των καταστημάτων, ιδιαίτερα αυτό του Νέου Ψυχικού  στο οποίο κατέπλεαν τα πούλμαν με τους νεόπλουτους πασόκους οι οποίοι εγκατέλειπαν τα χωριά τους και τις δυτικές συνοικίες για να κουρνιάσουν στις βίλες του Παλαιού Ψυχικού και της Φιλοθέης.

Ο επιχειρηματίας Αντώνης Καρούζος που έχασε σχετικά πρόσφατα τη μάχη με τον καρκίνο διατηρούσε φιλικές σχέσεις με επώνυμους πασόκους όπως ο Άκης.

Ανθρωπος χαμηλών τόνων σε όλη του τη ζωή, αντιμετώπισε ανάλογα και την τελευταία του περιπέτεια με την υγεία του. Δεν θέλησε να διαρρεύσει τίποτα έξω από το στενό οικογενειακό περιβάλλον για τη γενναία μάχη που έδινε.
Ο Αντώνης Καρούζος καταγόταν από το Ηράκλειο της Κρήτης και ήταν ο άνθρωπος που έφερε στον χώρο της πολυτελούς ένδυσης στην ελληνική αγορά τα πιο σημαντικά ξένα brands.
Το 1972 ξεκίνησε η ιστορία της εταιρείας, όταν ο Αντώνης Καρούζος εγκαινίασε το πρώτο κατάστημα στην οδό Δροσοπούλου 63 στην Κυψέλη, προσφέροντας στο καταναλωτικό κοινό επώνυμες ανδρικές συλλογές. Δύο χρόνια μετά εγκαινιάστηκε η πρώτη αποκλειστική συνεργασία με τον κορυφαίο ιταλικό οίκο Ermenegildo Zegna. Στις αρχές του ’80 η εταιρεία επεκτείνει τις δραστηριότητές της ανοίγοντας το πρώτο κατάστημα στη Θεσσαλονίκη, και έξι χρόνια αργότερα πραγματοποιείται η έναρξη της αποκλειστικής συνεργασίας με τον διάσημο ιταλικό οίκο μόδας Valentino.
Στα τέλη της δεκαετίας ανοίγει τις πόρτες του το πρώτο multi-brand κατάστημα «Carouzos» στο Κολωνάκι, ενώ η δεκαετία του ’90 βρίσκει την εταιρεία εφοδιασμένη με γνώση, εμπειρία και υποδομή – στοιχεία που της επιτρέπουν να εισέλθει την επόμενη χρονιά με μεγάλη επιτυχία στον χώρο της επώνυμης γυναικείας ένδυσης.
Στις αρχές της νέας χιλιετίας η εταιρεία επισφραγίζει την επιτυχημένη συνεργασία της με τον γαλλικό οίκο μόδας Celine, παράλληλα με την έναρξη λειτουργίας της πρώτης boutique Celine στην Κηφισιά.
Επεται συνέχεια με τις mono-brand boutiques Valentino στην Κηφισιά, Brunello Cucinelli στο Κολωνάκι, Corneliani στο «Golden Hall», ενώ πέρυσι εγκαινίασε το κατάστημα «Carouzos» στο ξενοδοχειακό συγκρότημα «Costa Navarino». Επίσης, πέρυσι τον Μάιο εγκαινιάστηκε το πρώτο online κατάστημα πολυτελούς ένδυσης – υπόδησης και αξεσουάρ.
Τα τελευταία χρόνια ο Αντώνης Καρούζος παρέδωσε τη σκυτάλη της εταιρείας στη δεύτερη γενιά της οικογένειας, στους δύο γιους του, για να συνεχίσουν το έργο του…

…………………………………………………………………………………………………………………………………….

Σύντομος δικός μας σύνδεσμος: http://wp.me/pPn6Y-efZ

………………………………………………………………………………………………………………………………………

Για επικοινωνία: ormithiella@hotmail.gr

………………………………………………………………………………………………………………………………………

9 σκέψεις σχετικά με το “Το τέλος των νεόπλουτων – Η αρχή ενός άλλου πλούτου;

  1. Το χειρότερο που μπορεις να μου κάνεις είναι να με πας σε κατάστημα με ρούχα ή παπούτσια. Και αυτό που θεωρώ ως το μεγαλύτερό μου μαρτύριο είναι το δοκιμαστήριο ρούχων. Βγαίνω πάντα καταϊδρωμένος, πτώμα στην κούραση και σε πλήρη απελπισία για την όλη διαδικασία. Οπότε δεν πάω.

    Προτιμάω τις λαϊκές. Νιώθω χαρά όταν βρίσκομαι στις λαϊκές, όπως στη δικιά μας εδώ στο Καπάνι, στη Θεσσαλονίκη. Μια ασφάλεια νιώθω και μια σιγουριά. Από παιδάκι. Δεν ξέρω γιατί. Θα το κοιτάξω.

    Αλλά έχω κι ένα άλλο ζήτημα. Δεν «χαλάω» ρούχα και παπούτσια. Οπότε φοράω τα ίδια. Για πολλά πολλά χρόνια. Φοράω παντελόνια και πουκάμισα που έκλεισαν σίγουρα δωδεκαετία. Δεν το κάνω από ιδεολογία. Ειλικρινά μιλάω. Ούτε από τσιγκουνιά. Από τεμπελιά το κάνω. Βαριέμαι τα ψώνια. Κι όχι τώρα που δεν έχω καθόλου χρήματα. Από πάντα.

    Μέχρι πριν λίγες μέρες διατηρούσα ένα γραφείο στο κέντρο, σε μια πολυκατοικία επί της Β. Ηρακλείου πίσω από το Εμπορικό Κεντρο εκεί με τους κινηματογράφους και το αίθριο, με την ελπίδα πως θα μπει κάποιος πελάτης. Για περίπου ενάμισυ χρόνο το μόνο που μου δημιουργούσε ήταν χρέη.

    Θυμαμαι όμως όταν πρωτοπήγα πριν τρία χρόνια, βγήκα μια βόλτα στη γειτονιά. Και στην έξοδο από το εμπορικό κέντρο προς Τσιμισκή, είχε και έχει ενα κατάστημα Καρούζος. Στάθηκα στη βιτρίνα, κυρίως γιατί μου έκαναν εντύπωση τα φτηνιάρικα και κακής αισθητικής ρούχα. Εκεί όμως που κόντεψα να πάθω δεύτερο έμφραγμα, ήταν όταν έσκυψα, δεν βλέπω και καλά, και είδα τις τιμές.

    Δεν είμαι ο πιο αρμόδιος για θέματα fashion και ενδυμασίας. Αλλά οι τιμές «ρε φίλε», ήταν γελοίες. Δηλαδή είναι δυνατόν ένα παντελόνι «της πλάκας» εντελώς να στοιχίζει, τότε, μισθούς ενός εξαμήνου (τώρα μισθούς τριετίας); Είναι; Και ποιος μπορεί να είναι τόσο ανόητος ώστε να κάνει μια τέτοια σπατάλη και για ποιο λόγο; Και ας μην πω για την αισθητική του.

    Δεν ξέρω αν το ανώτερο στελεχικό δυναμικό του ΠαΣοΚ ψώνιζε ή ψωνίζει από του Καρούζου. Η και άλλων κομμάτων. Πιθανόν. Διότι οι ολιγαρχικοί βασικά έχουν μεγάλη ψυχολογική ανάγκη να ξεχωρίσουν. Να φαίνονται. Δεν ξέρω αν υπάρχουν καταστήματα που πουλάνε κοινωνική «καταξίωση» (λολ) μέσω ενδυμασίας ή άλλο τι. Ισως θα έπρεπε να καταφύγουν σε μια πιο οικονομική λύση για να καλύψουν την ανάγκη τους για διάκριση, πχ λοφίο.

    [Τώρα που το ξανασκέφτομαι νομίζω πως εκτός από τους ολιγαρχικούς το λοφίο μπορεί να ήταν μια λύσις και για κάποιους πολύ κατά τα άλλα δημοκρατικούς πολίτες, με παρόμοιες …παρορμήσεις.]

    Αυτό που ξέρω είναι πως η ανθρώπινη ματαιοδοξία δεν γνωρίζει όρια. Και φοβάμαι πως είναι και μεταδοτική.

    Θραξ Αναρμόδιος

    • Μια από τα ίδια κι εγώ:

      … Δεν “χαλάω” ρούχα και παπούτσια. Οπότε φοράω τα ίδια. Για πολλά πολλά χρόνια. Φοράω παντελόνια και πουκάμισα που έκλεισαν σίγουρα δωδεκαετία. Δεν το κάνω από ιδεολογία. Ειλικρινά μιλάω. Ούτε από τσιγκουνιά. Από τεμπελιά το κάνω. Βαριέμαι τα ψώνια. Κι όχι τώρα που δεν έχω καθόλου χρήματα. Από πάντα…..

      Αναρμόδιε, είμαστε παραδείγματα προς αποφυγήν για το «σύγχρονο» καταναλωτικό μοντέλο.
      (που παρεμπιπτόντως πάει κατά διαόλου) 😈
      To σύγχρονο κεφάλαιο νιώθει μια ανατριχίλα, όταν ακούει: «θα αγοράσω, όταν έχω ανάγκη, ή όταν έχω λεφτά».

      Nα δουμε που θα πουλούν τα καταναλωτικά σκ@τ@ τους οι «εταίροι» μας … 😈 😈 😈

      • @spiral architect

        lol

        Αν περιμένει να κονομήσει ο καπιταλισμός από κάτι σαν κι εμάς… την έκατσε.

        Η αλήθεια είναι πως όταν ήμουνα νέος (λολ) ήθελα κι εγώ να φορέσω τζην παντελόνι, διότι, τα κορίτσια κλπ, ξέρεις… Γεννήθηκα το 1960 σ’ ένα χωριό της Ξάνθης, δίπλα στα Αβδηρα και τα παντελόνια μας τότε μας τα ράβανε οι μάνες μας. Στο δημοτικό όλοι ήμασταν με μπαλωμένα παντελόνια. Και λαστιχένια παπούτσια. Πολύ της μόδας τότε (λολ).

        Τώρα βλέπω κάτι νεαρές που φοράνε κάτι λαστιχένιες μπότες, σε διάφορα χρώματα, πανάκριβες μάλιστα μου λένε, ίδιες μ’ αυτές που φόραγα κι εγώ όταν έμπαινα στον στάβλο με τα ζώα, που ήταν ένα από τα καθήκοντά μου (ξανα-λολ).

        Αλλά, δεν κατηγορώ τους σημερινούς νέους που θέλουν να «μην είναι πίσω», γιατί κι εμείς έτσι νιώθαμε τότε. Κατά κάποιον τρόπο ήμασταν κι εμείς καταναλωτές με τον τρόπο μας τότε. Ετσι με τα πολλά παρακάλια με πήγε ο πατέρας μου γύρω στο 1976 στην Ξάνθη να αγοράσω τζην παντελόνι. Ημουνα δεκάξι χρονώ και ήταν η πρώτη μου επαφή με τον θάλαμο βασανιστηρίων που λέγεται δοκιμαστήριο ρούχων. Χάρηκα το τζην, διότι τα κορίτσια κλπ κλπ, αλλά ρε φίλε το δοκιμαστήριο με σκότωσε… Είχα τα ίδια συμπτώματα που έχω πάντα. Βγήκα ιδρωμένος και κατακουρασμένος. Πτώμα σου λέω. Αλλά άμα είσαι νέος υπομένεις πολλά για το …κάλλος.

        Ο πατέρας μου, ζει νάναι καλά, μας μεγάλωσε μ’ έναν φόβο. «Δεν θα πάρεις δάνειο». Αυτή ήταν η εντολή πολλών πατεράδων τότε. Για γενιές επί γενεών. Διότι το καλλιεργητικό που πέρναμε κάθε χρόνο από την Αγροτική Τράπεζα, τρομάζαμε να το πληρώσουμε. Και δεν τα καταφέρναμε πάντα. Οχι εμείς μόνο. Οι περισσότεροι.

        Ετσι, μια και τότε η τάση ήταν οι νέοι να θέλουν μοτοσυκλέτα, λόγω του ότι τα κορίτσια κλπ κλπ, δεν μπορούσα να αγοράσω καινούρια μηχανή γιατί δεν μου φτάνανε τα χρήματα. Ολο δεύτερο και τρίτο χέρι. Αλλά δεν βαριέσαι. Γύρισα όλη την ελλάδα με εκείνες τις μηχανές. Μόνος συνήθως. Με κάτι τετράχρονα εντούρο 250άρια του αγκομαχητού. Οπου νύχτωνε κοιμόμουνα. Ωραία χρόνια.

        Το πιο ωραίο ήταν οι παρέες με μηχανές και οι εκδρομές. Είναι απίστευτο το τι μπορείς να φορτώσεις πάνω σ’ ένα δυομισάρι εντουράκι. Σκηνή, σακ βουαγιάζ, σακούλες με τρόφιμα, νερά και ρετσίνες. Σχάρα για ψήσιμο (βασικό). Και on top (lol) κιθάρα ή μπαγλαμαδάκι. Και πίσω έμενε χώρος και για το κορίτσι. (ξανα-λολ). Τώρα δεν είναι οτι μεγαλώσαμε. Αλλάξαμε. Δυστυχώς αλλάξαμε. Δεν πάμε πουθενά αν δεν έχει σούκου μπρίζα (με μπ- που θα λεγε κι ο Λαγκάρτσας) και γενικώς πολιτισμό.

        Κάποτε όμως αποφάσισα να πάρω καινούρια μοτοσυκλέτα. Κι έτσι παρέβην την πατρική εντολή περί δανείων. Πήρα ένα Tengai 650. Το κράτησα 15 χρόνια. Οταν ξαναπήγα να πάρω άλλη μηχανή, μου λέει ο πωλητής, γνωστός μου, «καλά άμα περιμένουμε από σένα να αγοράζεις κάθε 15 χρόνια μηχανή, εμείς κλέφτες θα γίνουμε;» (λολ). Τώρα έχω ένα VStrom 650, κι έχω κλείσει 10-ετία. Πάω για ρεκόρ πάλι.

        Αυτοκίνητο δεν είχα ποτέ. Με βολεύει το δίκυκλο μέσα στην πόλη πάρα πολύ. Και δεν βλέπω κανένα λόγο να πάρω καινούριο. Δυστυχώς όμως από όσο έχω μάθει, έχουν αλλάξει και τα γούστα των κοριτσιών τώρα (λολ). Τώρα άμα είσαι νέος και δεν έχεις αυτοκίνητο… Κρίμα, διότι με αυτοκίνητο τι παρέες και τι εκδρομές να κάνεις! Και με ποιους προορισμούς!

        Ο καπιταλισμός τη δουλειά του κάνει. Εμείς δεν κάνουμε τη δική μας. Τον αφήνουμε και μας ξεμοναχιάζει και μετά μας κοπανάει την κεφάλα, ποικιλοτρόπως.

        Μην κοιτάς που εσύ κι εγώ και κάποιοι άλλοι ίσως, λίγοι φαντάζομαι, είναι από του φυσικού μας να μην θέλουμε να μπαίνουμε σε …δοκιμαστήρια και τα παρόμοια. Θα μπορούσαμε να μην ήμασταν έτσι κι εμείς.

        Η κοκεταρία είναι μάλλον κάτι που μπορεί να είναι και έμφυτο. Και έρχεται μετά και ο καπιταλισμός και η αγορά και μας το αναπτύσσει με διάφορες μεθόδους, για να κάνει τη δουλειά του. Και σε συνδυασμό με τις μεγάλες προσπάθειες που κάνει να μην αναπτύξουμε κριτική σκέψη και πνευματική αυτοτέλεια, βρισκόμαστε να τρέχουμε όλο για αγορές και ψώνια. Και μερικοί φτάνανε τον καιρό της «ευμάρειας» μέχρι να παίρνουνε «καταναλωτικά δάνεια». Απίστευτα πράγματα.

        Ετσι γεμίσανε τα σπίτια μας με άχρηστα πράγματα. Και τις ζωές μας με εμπειρίες ιλουστρασιόν. Χωρίς ζουμί. Και κυρίως, χωρίς παρέα.

        Θραξ Αναρμόδιος

        ΥΓ. Φτου! Είμαι πολύ φλύαρος τελικά. Λίγο ακόμα και θα είχα γράψει ολόκληρη ηθογραφία, έτοιμη για έκδοση (λολ).

        • Αγαπητέ μου φίλε Θράκα:
          Καθόλου φλύαρος!
          Το αντίθετο: απόλαυσα τα σχόλιά σας.
          Τόσο όμορφα, αυθόρμητα και καλογραμμένα, που μου θύμισαν διήγημα.
          Αλήθεια!
          Χωρίς λολ.
          (λολ!)
          Γράφε εσύ ότι νιώθεις και μην σε νοιάζει!
          Είμαστε πολλοί που χαιρόμαστε να σε διαβάζουμε!
          Πολύ συχνά, επίσης, μας κάνεις να χαμογελάμε θετικά!
          Είναι η (δυσεύρετη) αλήθεια…

        • … Ο πατέρας μου, ζει νάναι καλά, μας μεγάλωσε μ’ έναν φόβο. “Δεν θα πάρεις δάνειο”. Αυτή ήταν η εντολή πολλών πατεράδων τότε. Για γενιές επί γενεών. Διότι το καλλιεργητικό που πέρναμε κάθε χρόνο από την Αγροτική Τράπεζα, τρομάζαμε να το πληρώσουμε. Και δεν τα καταφέρναμε πάντα. Οχι εμείς μόνο. Οι περισσότεροι. …

          Έκανα το μεταπτυχιακό μου το ’85 στην Ολλανδία. Οι προτεστάντες Ολλανδοί (περισσότερο στην κουλτούρα και λιγότερο στη θρησκεία) ήταν ακριβώς της ίδιας νοοτροπίας με εμάς:
          Ο τυροκόμος που δούλευα περιστασιακά στο τυροκομειό του, ,b>έβαλε μια μονάδα βιοαερίου και τη χρηματοδότησε από την τσέπη του.
          Η λογική του «απλώνω τα πόδια μου όσο φτάνει η κουβέρτα μου» και στις Κάτω Χώρες. 😉
          Μέχρις ότου ήλθε η φορολογική νομοθεσία, που φορολογούσε περισσότερο τους μη έχοντες δάνειο, από τους δανειολήπτες. Θέλοντας και μη λοιπόν όλοι έπεσαν στη δανειοληψία ειδικά στα ακίνητα με τους συντηρητικούς Ολλανδούς να αλλάζουν σπίτια κάθε 2-3 χρόνια μεταπουλώντας το παλιό.

          Έχουν και εκεί «φούσκα ακινήτων»! 😛 😛 😛

    • «Τώρα που το ξανασκέφτομαι νομίζω πως εκτός από τους ολιγαρχικούς το λοφίο μπορεί να ήταν μια λύσις και για κάποιους πολύ κατά τα άλλα δημοκρατικούς πολίτες, με παρόμοιες …παρορμήσεις»

      xmmmmmmmm?!… 🙄

      xmmmmmmmmmm… 😡

      • @walpurgisnachtstraum

        lol

        Υποπτεύομαι τι μπορεί να σκέφτεσαι. Φαντάζομαι δηλαδή, κι αν έχω πέσει μέσα δεν θα σε διαψεύσω… Αρκετές φορές κι εγώ ο ίδιος, που λέω για τους άλλους, θα μου άξιζε το …λοφίο (λολ). Μια χαρά θα μου πήγαινε.

        Θραξ Αναρμόδιος

Σχολιάστε